- ἐπικέντρου
- ἐπίκεντροςoccupying a cardinal pointmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακεντρότης — ἀκεντρότης ( ητος), η (Α) [ἄκεντρος] η έλλειψη επικέντρου, κύριου σημείου … Dictionary of Greek
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek
Μερκάλι, Ιωσήφ — (Giuseppe Mercalli, Μιλάνο 1850 – Ρώμη 1914). Ιταλός φυσικός και γεωλόγος ειδικευμένος στην ηφαιστειολογία και στη σεισμολογία. Ξεκίνησε τις σπουδές του σε εκκλησιαστική σχολή του Μιλάνου, όπου διετέλεσε μαθητής του γεωλόγου Στοπάνι. Δίδαξε σε… … Dictionary of Greek